- φελλομάννα
- η, Νναυτ. καθένα από τα μεγάλα τεμάχια φελλού τα οποία προσδένονται στα αλιευτικά δίχτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < φελλός + μάννα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek